- ταὐτολόγημα
- ταὐτολόγημαtautologyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [ταὐτολογῶ] ταυτολογία … Dictionary of Greek